φλεβαριάτικος

φλεβαριάτικος
-η, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Φλεβάρη (Φεβρουάριο), αυτός που είναι του μήνα Φλεβάρη, φεβρουαριανός, φλεβαρίσιος, φλεβαριώτικος.
2. αυτός που γίνεται, αυτός που συμβαίνει το Φεβρουάριο: Φλεβαριάτικο κρύο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φλεβαριάτικος — η, ο, Ν φλεβαρήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλεβάρης + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. αυγουστ ιάτικος)] …   Dictionary of Greek

  • φλεβαρίσιος, -ια, -ιο — φλεβαριάτικος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλεβαριώτικος — η, ο, Ν φλεβαριάτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλεβάρης + κατάλ. ιώτικος (πρβλ. πανηγυρ ιώτικος)]. φλεβέκταση, η, Ν ιατρ. φλεβεκτασία …   Dictionary of Greek

  • φεβρουαριανός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με το Φεβρουάριο, που γίνεται το Φεβρουάριο, ο φλεβαρίσιος, ο φλεβαριάτικος: Φεβρουαριανή επανάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”