- φλεβαριάτικος
- -η, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Φλεβάρη (Φεβρουάριο), αυτός που είναι του μήνα Φλεβάρη, φεβρουαριανός, φλεβαρίσιος, φλεβαριώτικος.2. αυτός που γίνεται, αυτός που συμβαίνει το Φεβρουάριο: Φλεβαριάτικο κρύο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.